- ἀποπεμπτικός
- ἀποπεμπτικός, ή, όν,A valedictory, ὕμνοι Men.Rh.p.336S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποπεμπτικός — ἀποπεμπτικός, ή, όν (Α) [απόπεμπτος] 1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός 2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του … Dictionary of Greek
ἀποπεμπτικῶν — ἀποπεμπτικός valedictory fem gen pl ἀποπεμπτικός valedictory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεμπτικόν — ἀποπεμπτικός valedictory masc acc sg ἀποπεμπτικός valedictory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεμπτικοί — ἀποπεμπτικός valedictory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)